- ερημωτικός
- η , όν уст. опустошительный, разорительный, разрушительный, истребительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερημωτικός — ἐρημωτικός, ή, όν (Α) [ερημωτής] καταστρεπτικός, αφανιστικός, ολέθριος … Dictionary of Greek